λαλιή AP7.440.8
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκύλικος — εὐκύλικος, ίκη, ον (Α) αυτός που αρμόζει καλά στην κύλικα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κυλικος (< κύλιξ, ικος)] … Dictionary of Greek
εὐκύλικα — εὐκύλικος suited to the wine cup neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)